κακολογήσει

κακολογήσει
κακολογέω
revile
aor subj act 3rd sg (epic)
κακολογέω
revile
fut ind mid 2nd sg
κακολογέω
revile
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακακολόγητος — η, ο [κακολογώ] εκείνος τον οποίο δεν έχει ή δεν μπορεί κανείς να κακολογήσει …   Dictionary of Greek

  • ακαταλάλητος — η, ο [καταλαλώ] αυτός που δεν τόν έχουν κακολογήσει, δεν τόν έχουν συκοφαντήσει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”